- αναρθρία
- Η ανικανότητα προφοράς των λέξεων. Αυτός που πάσχει από α. γνωρίζει με ακρίβεια τα διανοήματά του, καθώς και τις λέξεις που πρέπει να χρησιμοποιήσει για τη μετάδοσή τους, αλλά δεν είναι ικανός να τις αρθρώσει. Η πλήρης α. είναι σπάνια και αποτελεί έντονη μορφή δυσαρθρίας. Ο όρος καθιερώθηκε το 1906 από τον Πιερ Μαρί.
* * *(I)η (Α ἀναρθρία)νεοελλ.το να μη μπορεί κάποιος να αρθρώσει κατανοητή ομιλία λόγω νευρικής βλάβης των μυών που συνεργούν στην παραγωγή του προφορικού λόγουαρχ.έλλειψη σφρίγους, ατονία.————————(II)η (Α ἀναρθρία) [ἄναρθρος]νεοελλ.αδυναμία για άρθρωση κανονικής ομιλίαςαρχ.αδυναμία μελών τού σώματος.
Dictionary of Greek. 2013.